- πλατίστακος
- ὁ, Α1. το ψάρι μύλλος*. το μυλοκόπι2. το ψάρι σαπέρδης*3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «πλατίστακοςτὸ γυναικεῑον αἰδοῑον»4. χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο τού Πλάτωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., ονομ. ψαριού η οποία πιθ. συνδέεται με τον τ. πλάταξ*. Πρόκειται μάλλον για λ. τού καθημερινού λεξιλογίου τής Αρχαίας, όπως συμπεραίνουμε από το δυσερμήνευτο επίθημα -ακος. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τη χρήση τής λ. πλατίστακος με σημ. «γυναικείο αιδοίο». Αυτή η σημ. θα μάς οδηγούσε στο επίθ. πλατύς (πρβλ. και τη χρήση τής λ. πεδίον με την ίδια σημ.). Ωστόσο, η αναγωγή τής λ. σε έναν τ. *πλάτιστος, υπερθ. τού πλατύς, δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.